Μαλεάτα

Μαλεάτα
Μαλεάτᾱ , Μαλέατος
fem nom/voc/acc dual
Μαλεάτᾱ , Μαλέατος
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μαλεάται — Μαλεάτᾱͅ , Μαλέατος fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπαδημητρίου, Ιωάννης — (1904 – 1963). Έλληνας αρχαιολόγος από τη Σκύρο. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Αθήνας (1922 26) και του Βερολίνου (1933 34 και 1936 38). Διετέλεσε βοηθός του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου και επιμελητής της Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής (1926… …   Dictionary of Greek

  • Επίδαυρος — Αρχαία πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στις ακτές του Σαρωνικού, κοντά στον σημερινό οικισμό Παλαιά Επίδαυρος. Η πόλη ήταν περίφημη στην αρχαιότητα, όχι τόσο για την ιστορική της σημασία όσο για το περίφημο Ιερό του Ασκληπιού που βρισκόταν κοντά… …   Dictionary of Greek

  • Κυνόρτιο — Ονομασία όρους της Αργολίδας, κατά την αρχαιότητα, πάνω από το ιερό άλσος του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. Στους πρόποδές του ήταν χτισμένο το περίφημο θέατρο του Πολύκλειτου και στην κορυφή του υπήρχε ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα καθώς και άλλα νεότερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”